- ενσταντανέ
- το1. η στιγμιαία φωτογράφηση προσώπων, σκηνών κ.λπ.2. η φωτογραφία που έχει ληφθεί ώστε ν' αποδίδει μια στιγμιαία χαρακτηριστική έκφραση ή σκηνή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. instantane)].
Dictionary of Greek. 2013.