ενσταντανέ

ενσταντανέ
το
1. η στιγμιαία φωτογράφηση προσώπων, σκηνών κ.λπ.
2. η φωτογραφία που έχει ληφθεί ώστε ν' αποδίδει μια στιγμιαία χαρακτηριστική έκφραση ή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. instantane)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στιγμιότυπο — το, Ν 1. καθετί που τυπώθηκε ή απεικονίστηκε ακαριαία, σε μια στιγμή 2. περιστατικό ελάχιστης διάρκειας 3. μτφ. πρόχειρη και σύντομη περιγραφή («η τηλεόραση θα μεταδόσει στιγμιότυπα από τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις») 4. φρ. «στιγμιότυπο κύματος»… …   Dictionary of Greek

  • Καρατζιάλε, Ιόν Λούκα — (Ion Luca Caragiale, Χαϊμανάλε 1852 – Βερολίνο 1912). Ρουμάνος κωμωδιογράφος και διηγηματογράφος. Καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών. Πέρασε δύσκολη ζωή και άσκησε διάφορα επαγγέλματα: διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και διευθυντής εφημερίδων,… …   Dictionary of Greek

  • στιγμογράφηση — η στιγμιαία φωτογράφηση, ενσταντανέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”